- λαρυγγοτραχειίτις
- (-ιδος) η мед. ларинготрахеит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαρυγγοτραχειίτιδα — η η ταυτόχρονη φλεγμονή τού λάρυγγα και τής τραχείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. laryngo tracheite. Η λ., στον λόγιο τ. λαρυγγοτραχειῗτις, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη] … Dictionary of Greek